Γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε να τρώμε; Η απάντηση βρίσκεται στην περίεργη σχέση ανάμεσα στον εγκέφαλο και το πεπτικό μας σύστημα.
Μια πρόσφατη έκθεση από το βρετανικό Εθνικό Φόρουμ Παχυσαρκίας υποστηρίζει πως η επίσημη παραίνεση για διατροφές χαμηλές σε λιπαρά είναι λανθασμένη.
Υποστηρίζει ότι βασικότερος παράγοντας στην επιτυχία μιας δίαιτας, είναι ο αποτελεσματικός έλεγχος της πείνας.
Όπως πάντα, υπάρχει και τώρα έντονη αντιπαράθεση για το πόσο ισχύει αυτός ο ισχυρισμός. Αλλά ας κάνουμε ένα βήμα πίσω για ένα λεπτό και ας αναρωτηθούμε γιατί υπάρχουν επίσημες διαιτητικές οδηγίες από τέτοιους οργανισμούς;
Για ποίο λόγο είναι απαραίτητες;
Από μια εντελώς λογική σκοπιά, η κατανάλωση τροφής ικανοποιεί πολλές ανάγκες. Παρέχει την ενέργεια για να κάνουμε πράγματα, μας βοηθάει να έχουμε αποθέματα ενέργειας για όταν χρειαστούν και παρέχει αυτά που απαιτούνται για να αναπτύξουμε και να διατηρήσουμε το σώμα μας.
Για τον λόγο αυτό, το ανθρώπινο σώμα απαιτεί τακτική πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, βιταμινών και θερμίδων για να διατηρήσει την λειτουργία του σε καθημερινή βάση.
Έτσι, ο οργανισμός μας έχει αναπτύξει ένα πολύπλοκο πεπτικό σύστημα για να ελέγχει και να ρυθμίζει την πρόσληψη τροφής.
Το πεπτικό σύστημα είναι απίστευτο.
Έχει ένα εκλεπτυσμένο νευρικό σύστημα, που μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα, οπότε συχνά θεωρείται ξεχωριστό από το κεντρικό, με αποτέλεσμα πολλοί να το περιγράφουν σαν έναν “δεύτερο εγκέφαλο” που προτρέπει, ελέγχει και επεξεργάζεται την κατανάλωση και την πέψη της τροφής.
Επίσης, χρησιμοποιεί ορμόνες, την λεπτίνη και την γκρελίνη, οι οποίες μειώνουν και αυξάνουν την όρεξη αντίστοιχα, ανάλογα με το πόση τροφή έχει ή χρειάζεται το σώμα.
Είναι ένα πολύπλοκο σύστημα ακριβείας, το οποίο έχει εξελιχθεί μέσα στους αιώνες για να διασφαλίζει πως τρώμε οτιδήποτε και οποτεδήποτε χρειάζεται, και να λαμβάνουμε όσα περισσότερα γίνεται από την τροφή.
Η ανάγκη για φαγητό που προκαλεί πόνο είναι απλώς ένας τρόπος που ο εγκέφαλος μας αναστατώνει την διατροφική μας συμπεριφορά.
Παρά το γεγονός ότι το πεπτικό μας σύστημα έχει προφανώς εξελιχθεί για να διαχειρίζεται τι τρώμε, ο εγκέφαλος μπορεί (και συνήθως το κάνει) να παρακάμπτει αυτή τη διαδικασία, στην καλύτερη περίπτωση για αμφισβητήσιμους λόγους.
Αυτός δεν είναι άλλωστε και ο λόγος που προσπαθούμε να βρούμε λύσεις ώστε να υποτάξουμε το σώμα και την σκέψης μας και να μπορέσουμε να χάσουμε βάρος;
Φανταστείτε για παράδειγμα κάποιον που ανέλαβε μια επαγγελματική θέση πάνω από τις δυνάμεις του αλλά δεν το γνωρίζει και συνεχώς επικρατούν τα δικά του θέλω, από αυτά των πιο ικανών υφιστάμενων, πάνω σε σημαντικά θέματα.
Για παράδειγμα, η επεισοδιακή υπερφαγία δεν μας κάνει καλό, αλλά υπάρχουν στοιχεία που δηλώνουν πως ο εγκέφαλός μας έχει εξελιχθεί ώστε να την προτρέπει.
Αυτό έχει και κάποια λογική- αν ζεις στην άγρια φύση, όπου η τροφή είναι συχνά ελάχιστη, η ανακάλυψη μιας πηγής πολλών θερμίδων ή λιπαρών τροφίμων, που προσφέρουν άφθονη μεταβολική ενέργεια και η τάση να καταναλώσεις όσα περισσότερα γίνεται και να τα προσθέσεις στα σωματικά αποθέματα ανεξαρτήτου πότε και τί έφαγες τελευταία, θα θεωρούταν ένα πλεονέκτημα επιβίωσης.
Ωστόσο, η αναζήτηση τροφής δεν είναι πλέον πρόβλημα για τον μέσο σύγχρονο άνθρωπο- μπορούμε κυριολεκτικά να την βρούμε με το άγγιγμα ενός κουμπιού.
Τα πιο θεμελιώδη μέρη του εγκεφάλου μας δεν το έχουν ωστόσο συνειδητοποιήσει αυτό (η εξέλιξη αργεί, οι εφαρμογές όχι), οπότε παραμένει το ένστικτο να φάμε όσο πιο πολύ γίνεται από κάτι που μας αρέσει, παρόλο που γενικά είναι μια κακή ιδέα.
Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι ενώ ο υποθάλαμος προσπαθεί να κάνει μια λογική δουλεία ρυθμίζοντας την όρεξη και την πρόσληψη με βάση τις απαιτήσεις θερμίδων, η κατανάλωση τροφών με πολλές θερμίδες προκαλεί ευφορία, κάνοντας μας να τις προτιμάμε ανεξαρτήτου αν τις χρειαζόμαστε ή όχι.
Αυτή η θετική σχέση με συγκεκριμένες τροφές μπορεί να είναι τόσο δυνατή ώστε ο εγκέφαλος να υπερισχύει του στομαχιού όταν μας λέει ότι έχουμε φάει αρκετά.
Πιθανόν να το έχετε παρατηρήσει και εσείς.
Κάθεστε χορτάτοι μετά από ένα μεγάλο γεύμα όπου έχετε φάει ειλικρινά τα πάντα, με αποτέλεσμα το στομάχι σας να δίνει το σήμα “όχι άλλο”.
Στην συνέχεια ο σερβιτόρος σας προσφέρει τον κατάλογο με τα επιδόρπια και το μόνο που λέτε “βεβαίως”.
Γιατί; Νιώθατε απίστευτα χορτάτοι πριν από λίγο, αποκλείεται να χρειάζεστε περισσότερες θερμίδες.
Παρόλα αυτά, και μόνο η ιδέα παγωτού ή γλυκού κάνει τον εγκέφαλο σας να νικά την μάχη με το πεπτικό σύστημα και να σας λέει ότι μπορείτε να συνεχίσετε να τρώτε. Όλα αυτά επειδή θέλει αυτή την νόστιμη λιχουδιά.
Επίσης, ισχύει και το αντίθετο.
Μπορεί να τρώτε κάτι κάθε μέρα, μπορεί να είναι το αγαπημένο σας φαγητό για χρόνια, αλλά αν έστω και μια φορά το φάτε και δεν νιώσετε καλά, ακόμα και αν είναι σύμπτωση, τότε ο εγκέφαλος σας το βάζει στη μαύρη λίστα.
Το συναίσθημα απέχθειας είναι ένας υπερβολικά δυνατός εξελιγμένος μηχανισμός και ο εγκέφαλος δεν παίρνει το ρίσκο όσο αφορά κάτι που πιστεύει μας έχει βλάψει, για αυτό ακόμα και η ιδέα ότι το τρώμε μας προκαλεί ναυτία, πάρα το ιστορικό που έχει προηγηθεί χωρίς καθόλου προβλήματα.
Αν έχετε ακόμα αμφιβολίες για το πόσο ελέγχει ο εγκέφαλος το πεπτικό σύστημα, σκεφτείτε ότι υπάρχουν διατροφικές διαταραχές, όπως η ανορεξία.
Χωρίς να σκεφτούμε τα γιατί και τα πώς ή ποιοι φταίνε, και μόνο που υπάρχουν είναι απίστευτο.
Ο εγκέφαλός μας υπερισχύει του πεπτικού συστήματος σε τόσο μεγάλο βαθμό που ειλικρινά μπορεί να αποβεί μοιραίο, ξεπερνώντας ένστικτα επιβίωσης, τα οποία έχουν εξελιχθεί μέσα στους αιώνες.
Βέβαια, δεν είναι όλα μονόδρομος.
Προφανώς το στομάχι και το πεπτικό σύστημα μπορούν να επηρεάσουν τις λειτουργίες του εγκεφάλου, έχουν επιρροή στην διάθεση και την συμπεριφορά.
Οπότε βασικά η διατροφή μας ελέγχεται από δυο ξεχωριστά συστήματα τα οποία πρέπει να συνεργάζονται αλλά φαίνεται σαν να μην συμφωνούν σε τίποτα.
Έτσι η όλη αυτή “συνεργασία” είναι αρκετά αγχωτική.
Και τί κάνουμε όταν αγχωνόμαστε; ΤΡΩΜΕ! Και έτσι ο κύκλος δεν σταματά ποτέ.